περίπολος

περίπολος
περίπολος, η και περίπολο, το
1. ολιγομελής ομάδα στρατιωτών που περιφέρεται για την τήρηση της τάξης ή για ανίχνευση σε καιρό πολέμου, φρουρά: Στην ησυχία της νύχτας ακούγεται μόνο το ρυθμικό βάδισμα της περιπόλου.
2. πολεμικό πλοίο που ελέγχει θαλάσσια περιοχή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περίπολος — going the rounds masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίπολος — η, ο / περίπολος, ον ΝΑ [περιπέλομαι]·Α. αυτός που περιφέρεται και φρουρεί έναν τόπο 2. το αρσ. ως ουσ. ο περίπολος φρουρός με αποστολή την φρούρηση ή και την κατασκόπευση ενός τόπου («περιπόλους ἔταξε καὶ ἐπισκόπους τῶν ἀγρῶν», Πλούτ.) 3. το θηλ …   Dictionary of Greek

  • περίπολον — περίπολος going the rounds masc/fem acc sg περίπολος going the rounds neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ПЕРЕПОЛ —    • Περίπολος,          см. Έφηβος, Эфеб, и Exercitus, Войско, 4 …   Реальный словарь классических древностей

  • περιπόλοις — περίπολος going the rounds masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπόλου — περίπολος going the rounds masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπόλους — περίπολος going the rounds masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπόλων — περίπολος going the rounds masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίπολε — περίπολος going the rounds masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίπολοι — περίπολος going the rounds masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”